Basileae, in officina Ioannis Frobenii
An. M. D. XXIIII.
INDEX AV
TORVM HVIVS LIBRI.
TORVM HVIVS LIBRI.
Aesopi Phrygis uita & fabellae. (Die hier abgedruckte Vita Aesopi wird in der Regel Maximus Planudes zugeschrieben.)
Gabriae Graeci fabellae tres & quadraginta ex trime
tris Iambis, praeter ultimam ex scazonte, tetrastichis
conclusae. (Bei dem hier als "Gabrias Graecus" bezeichneten Autor handelt es sich um eine in einigen Handschriften (und so auch in dem der Editio Aldina zugrundeliegenden Codex Vat. gr. 1379 (fol. 25r); siehe Sicherl 1997, 354‒356) auftretende Verschreibung für den Namen des griechischen Fabeldichters Babrios (2. Jh. n.Chr.). Die in der vorliegenden Ausgabe abgedruckten Texte werden bis auf einen heute einem byzantinischen Dichter namens Ignatios, wahrscheinlich Ignatius Diaconus (8./9. Jh. n.Chr.; dazu Müller 1886, 3‒18; Hausrath 1914; Wolska-Conus 1970, 329‒339), zugeschrieben.)
Ex Aphthonii exercitamentis de fabula: tum de for
micis & cicadis.
De fabula ex imaginibus Philostrati.
Homeri βατραχομυομαχία, hoc est, ranarum & mu
rium pugna.
Musaeus poëta uetustissimus de Erò & Leandro.
Agapetus de officio regis ad Iustinianuum Caesarem.
Haec omnia cum Latina interpretatione.
Γαλεωμυομαχία, hoc est, felium & murium pugna,
tragoedia Graeca. (Die Galeomyomachia ("Katzen-Mäuse-Krieg") ist ein Werk des Theodoros Prodromos.)
IOANNES FROBENIVS
STVDIOSIS SAL.
STVDIOSIS SAL.
ITerum exhibemus uobis Aesopi fa
bellas cum aliquot aliis libellis Graece
& Latine, quod proximam aeditionem,
quae tota Graeca fuit, iis, qui adhuc ti
rones sunt in Graecanica literatura, mi
nus gratam fuisse cognouerimus, quibus hoc En
chiridium praecipue paratur. Nam qui iam aliqua
tenus profecerunt, malunt in aliis autoribus se ex
ercere. Nos etiam incipientibus consulendum pu
tamus. Nec libet quibusdam hodie in Academiis uer
sari, ubi sunt publici Graecarum literarum profes
sores, propter ingens istud diffidium, quod magnam
orbis partem, sed praecipue gymnasia affligit, bonis
studiis omnibus internicionem minitans, nisi meli
or dues aliquis succurrat. Talibus igitur qui domi
suo (quod aiunt) Marte aliquid Graecaniae erudi
tionis comparare uolunt, muti magistri uice erit La
tina uersio. Vos nostram operam boni consulite, &
Bene ualete. Basileae.
ΓΑΒΡΙΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΑ.
Περὶ ἀνθρώπου, καὶ λιθίνου λέοντος.
καί τις λέων, τί φησι τὴν ἰσχὺν βλέπεις;
ἀλλ’ εἰ λέοντες, εἶπεν, ᾔδησαν γλύφειν,
πολλοὺς ἂν εἶδες ὄντας ἀνθρώπους λίθους.
Επιμύθϊον, ὅτι ἐπ’ ἀρετῇ οὐ δεῖ σεμνύνεσθαι.
(Ign. Diac. Tetr. I 1 Müller = 1.1 van Dijk | Übersetzung: Irmscher 1987, Nr. 1 | Kommentar: van Dijk 2000, 51 | Anmerkung zu v. 2 (λέων, τί): Die vorliegende Ausgabe hat (ebenso wie die Frobeniana von 1518) die in die Aldina aus dem dem Codex Vat. gr. 1379 (fol. 25r) übernommene Lesart καί τις λέων, τί φησι κτλ. ("da sagte ein [sc. anderer] Löwe"). Spätere Ausgaben, wie zum Beispiel die Platiniana von 1567, haben hier καί τις λέοντί φησι κτλ. ("da sagte einer zu dem Löwen"), was der Logik des Textes besser entspricht. Diese Lesart wurde so auch in Cod. Guelf. 105.2 Gud. graec. (fol. 1v) übertragen.)
Περὶ λέοντος κοιμωμένου, καὶ μυός.
διέδραμεν μῦς, ὅς δ’ ἀνέστη συντόμως.
γελᾷ δ’ ἀλώπηξ, καὶ λέων ἀπεκρίθη,
οὐ μὲν πτοοῦμαι, τὴν ὁδὸν δ’ ἀνατρέπω.
Επιμύθϊον, οτι οὐ δεῖ καὶ μικρὰν περιφρόνησιν ἀ-
ποστρέφεσθαι.
Περὶ λέοντος καὶ κάπρου, καὶ γυπῶν.
γύπες δ’ ἄνωθεν ἐσκόπευον τὴν ἔριν,
βρῶσιν τὸν ἡττηθέντα ποιῆσαι τάχα.
φίλους δ’ ὁρῶντες ἠστόχουν τῶν ἐλπίδων.
Επιμύθϊον, οτι οὐ δεῖ ἀλλοτρίοις κακοῖς ἐπιχαίρειν.
(Ign. Diac. Tetr. I 5 Müller = 1.5 van Dijk | Übersetzung: Irmscher 1987, Nr. 5 | Kommentar: van Dijk 2000, 51)
Περὶ δορκάδος καὶ λέοντος θυμωθέντος.
ὦ μοῖρα θηρῶν εἶπεν ἀθλϊωτάτη,
εἰ σωφρονῶν γε, δυσκάθεκτος εἶ λέων,
πῶς νῦν μανεὶς οὐ μετὰ δακρύων δράσεις;
Επιμύθϊον, οτι ἐξουσίαν ἔχοντα οὐ δεῖ θυμοῦσθαι.
(Ign. Diac. Tetr. I 38 Müller = 1.38 van Dijk | Übersetzung: Irmscher 1987, Nr. 38 | Kommentar: van Dijk 2000, 54)
Περὶ λέοντος, ὄνου, ἀλώπεκος.
ὄνου δὲ ταύτην εἰς τρίτον δεδασμένου,
λέων κατεσπάραξε, κερδὼ δὲ πλέον
ἔνειμεν αὐτῷ, σωφρονισθεῖσ’ ἐξ ὄνου.
Επιμύθϊον, ὅτι δεῖ ἐξ ὧν πάσχουσιν ἕτεροι, παιδεύεσθαι.
(Ign. Diac. Tetr. I 48 Müller = 1.48 van Dijk | Übersetzung: Irmscher 1987, Nr. 48 | Kommentar: van Dijk 2000, 55)
Περὶ ὄνου βαστάζοντος εἴδωλον.
ὅπερ συναντῶν, πᾶς τις αὖ ἐπροσκύνει.
τύφῳ δ’ ἐπαρθεὶς, μὴ θέλων μένειν ὄνος,
ἤκουσεν, οὐ θεὸς σὺ, τὸν θεὸν δ’ ἄγεις.
Επιμύθϊον, ὅτι τοὺς ἐν ἀξιώμασι τιμωμένους δεῖ
γινώσκειν, ὅτι ἄνθρωποί εἰσιν.
Περὶ παιδὸς ἐσθίοντος σπλάγχνα.
οἴμοι κέκληγ’ ὡς σπλάγχνα μῆτερ ἐκχέω.
ἥ δ’ αὖ γελῶσα, μὴ φοβοῦ τέκνον, ἔφη.
τῶν σῶν γὰρ οὐδὲν, ἀλλ’ ἐμεῖς ἀλλοτρίων.
Επιμύθϊον, ὅτι δεῖ τἀλλότρια ἀντιστρέφειν, καὶ μὴ
γογγίζειν.
Περὶ ἀλώπεκος καὶ βάτου.
ὀλισθανοῦσα, καὶ βάτου δεδραγμένη,
ἔξεστο πέλμα, λοιδορεῖ δὲ τὴν βάτον.
μέμφου σεαυτήν, μὴ μέ περ, κεῖνος φάτο.
Επιμύθϊον πρὸς τοὺς τὰ ἑαυτῶν κακὰ σιωπῶντας,
τὰ δὲ τῶν ἑτέρων κατηγοροῦντας.
Περὶ κώνωπος, καὶ ταύρου.
ὅν περ κέλευεν εἴπερ ἐκπτῆναι θέλει,
ἤκουσε δ’ ὥς περ οὐκ ἔγνω καθημένον,
οὕτω δὲ μὴ πτήσαντος αἴσθησιν λάβῃ.
Επιμύθϊον πρὸς τοὺς λογιζομένους ἑαυτοὺς εἶναι
ἢ σοφοὺς, ἢ δυνατοὺς ἢ φρονίμους , μὴ ὄντας δέ.
Περὶ ἐλάφου, καὶ ἀμπέλου.
ἥτις δασείαις ἀμπέλοις ἐπεκρύβη.
τὰ φύλλα βιβρώσκουσα δὴ τῶν ἀμπέλων,
κυνηγετοῦσιν ἐνδίκως ἐθηράθη.
Επιμύθϊον πρὸς τοὺς κακοποιοῦντας τοὺς αὑτῶν
εὐεργέτας.
Περὶ ὄφεως, καὶ γεωργοῦ.
πλήττειν, πέτραν τ’ ἔσχιζε, καὶ φιλεῖν θέλεν.
ὄφις δέ φησι, πῶς γένοιντο συμβάσεις,
ἕως σὺ τύμβον, τόν δ’ ἐγὼ πέτρον βλέπω;
Επιμύθϊον, ὅτι αἱ μεγάλαι ἔχθραι ἀδϊάλλακτοί εἰσιν.
(Ign. Diac. Tetr. I 43 Müller = 1.43 van Dijk | Übersetzung: Irmscher 1987, Nr. 43 | Kommentar: van Dijk 2000, 54 | Anmerkung zu v. 2 (ἔσχιζε): Die Lesart πέτραν (τ’) ἔσχιζε ("er zertrümmerte ihren Felsen") ist in der handschriftlichen wie der gedruckten Tradition weit verbreitet. Die sprachlich weniger intensive und im christlich-byzantinischen Kontext üblicherweise anders konnotierte Variante πέτραν (τ’) ἔχρισε (wohl "er beschädigte ihren Felsen [oberflächlich]"; siehe LSJ s.v. χρίω I und III; Sophocles s.v. χρίω), die in der Plantiniana und in Cod. Guelf. 105.2 Gud. graec. (fol. 5v) zu finden ist, ist demgegenüber wesentlich seltener.)
Περὶ παιδὸς, καὶ σκορπίου.
προὔτεινε χεῖρας. ὅς δε, μὴ ψαύσῃς, ἔφη.
ὡς εἴγέ μου ψαύσειας, ἐκ κόλπων στένων,
καὶ τὰς ἀληθεῖς ἐκκενώσεις ἀκρίδας.
Επιμύθϊον, ὅτι δεῖ κακοῖς ἀνθρώποις, μὴ συμμίγνυσθαι.
(Ign. Diac. Tetr. I 18 Müller = 1.18 van Dijk | Übersetzung: Irmscher 1987, Nr. 18)
Περὶ συὸς, καὶ μυός.
οὓς χαλκέες βλέποντες, ἔστησαν γέλων.
ὁ μῦς δ’ ἔτι ζῶν, εἶπε μεστὸς δακρύων,
ὡς οὐ δὲ σῦν δύνασθε κᾂν τρέφειν ἕνα.
Επιμύθϊον πρὸς τοὺς τὰ ἑαυτῶν παραπτώματα
παραβλέποντας. τὰ δὲ τῶν ἑτέρων γελῶντας.(Ign. Diac. Tetr. I 8 Müller = 1.8 van Dijk | Übersetzung: Irmscher 1987, Nr. 8 | Kommentar: van Dijk 2000, 51 | Anmerkung zu v. 1 (Σῦς εἷλκέ τις μῦν): Die Tatsache, dass hier als Protagonisten der Fabel statt zwei Mäusen, wie auf Basis der zugrunde liegenden Redewendung ("wenn Mäuse Eisen fressen"; vgl. Herodas, Mimiambi 3, 75f.; Seneca, Apocolocyntosis 7, 1; dazu van Dijk 2000, 51) anzunehmen wäre, ein Eber (σῦς) und eine Maus (μῦς) auftreten, verdankt sich der (bewussten?) Abweichung beider Textfassungen der Aldina von ihrer Textgrundlage im Codex Vat. gr. 1379 (fol. 26r; dazu van Dijk 1996, 169).)
Περὶ ὄνου, καὶ λεοντῆς.
ηὔχει λέων εἶναί τις , αἰπόλους βλέπων.
ἐπεὶ δὲ γυμνὸς τῆς λεοντῆς εὑρέθη,
τοῦτον μύλων ἔμνησε τῆς ἀταξίας.
Επιμύθϊον. ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι αἱ παρ’ ἀξίαν τιμαὶ
τάχιστα λύονται.
Περὶ τράγου, καὶ ἀμπέλου.
κείρων τὰ φύλλα, μὴ γὰρ οὐκ ἔστι χλόη;
ὅσον γὰρ ἂν βλάψειας, εὑρήσω τάχα
πρὸς θυσίαν σὴν εἰς θεοὺς οἶνον βλύσαι.
Επιμύθϊον, ὅτι πολλάκις θέλων τίς ἀδικεῖν τινα,
ὠφελεῖ αὐτόν.
Περὶ ἀνδρὸς, καὶ γαλῆς γυναικός.
παρῆν δὲ Κύπρις εἰς ἑορτὴν τοῦ γάμου.
νύμφη δὲ μῦν βλέψασα, συντόνῳ τάχει
δίωκε τοῦτον, μὴ τραπεῖσα τὴν φύσιν.
Επιμύθϊον, ὅτι τὸ ἐκ φύσεως ὂν, οὐ μετατρέπεται.
(Ign. Diac. Tetr. I 39 Müller = 1.39 van Dijk | Übersetzung: Irmscher 1987, Nr. 39 | Kommentar: van Dijk 2000, 54)
Περὶ δορκάδος τὴν τῶν ποδῶν λεπτότητα μεμφομένης.
λεπτοὺς πόδας μωμεῖτο, χαῖρε δ’ εἰς κέρα.
λέων δ’ ἐπεὶ δίωκε, τούτους ἠγάπα,
κέρα καθυβρίζουσα, θήρας ὡς πάγην.
Επιμύθϊον, ὅτι πολλάκις τίς ὠφελεῖται, ἐξ ὧν δοκεῖ
βλάπτεσθαι.
Περὶ ἀλώπεκος, καὶ σταφυλῆς.
πρὸς ὕψος ἧρτο. καὶ καμοῦσα πολλάκις
ἑλεῖν ἀπεῖπε, πρὸς δ’ ἑαυτὴν ταῦτ’ ἔφη,
μὴ κάμνε· ῥάγες ὀμφακίζουσιν μάλα.
Επιμύθϊον πρὸς τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν.
(Ign. Diac. Tetr. I 23 Müller = 1.23 van Dijk | Übersetzung: Irmscher 1987, Nr. 23 | Kommentar: van Dijk 2000, 53)
Περὶ κόρακος, καὶ ἀλώπεκος.
εἰ γλῶσσαν εἶχες, Ζηνὸς εἶς ὄρνις μέγας.
εὐθὺς δ’ ὁ τοῦτον ῥίψεν, ἥ δ’ αὐτὸν φάγεν.
ἔχεις κόραξ ἅπαντα, νοῦν κτῆσαι μόνον.
Επιμύθϊον πρὸς τοὺς ἐπῒ κολακείαις χαίροντας.
(Ign. Diac. Tetr. I 15 Müller = 1.15 van Dijk | Übersetzung: Irmscher 1987, Nr. 15 | Kommentar: van Dijk 2000, 52)
Περὶ βατράχων, καὶ Ἡλίου.
καί τις πρὸς αὐτοὺς εἶπεν, ὦ δειλὸν γένος.
εἰ γὰρ μόνας τρέμοιμεν αὐγὰς Ἡλίου,
τίς εἴγε τεκνώσειε τοῦτον βαστάσει;
Επιμύθϊον πρὸς τοὺς ἐπῒ ἰδίᾳ βλάβῃ ἐξ ἀγνωσίας χαί
ροντας.
Περὶ ὄρνιθος ὠὸν χρυσοῦν τικτούσης καὶ φιλαργύρου.
καί τις πλανηθεὶς χρυσεραστὴς τὴν φρένα,
ἔκτεινε ταύτην, χρυσὸν ὡς λαβεῖν θέλων.
ἐλπὶς δὲ μεῖζον δῶρον ὠλέκει τύχης.
Επιμύθϊον, πρὸς τοὺς ἐλπίδι κέρδους εἰς ζημίαν
ἐκ μικροψυχίας ἐμπίπτοντας.
Περὶ ἀστεροσκόπου, καὶ ὁδοιπόρου.
πίπτει λεληθὼς πρὸς φρέαρ, τυχὼν δέ τις
ὁδοιπόρος, στένοντι ταῦτ’ ἔφη λέγων,
νοῦν θεὶς ἄνω, βέλτιστε τὴν γῆν οὐ βλέπεις.
Επιμύθϊον, ὅτι πολλοὶ τὰ ἐνεστῶτα μὴ γινώσκοντες,
τὰ μέλλοντα καυχῶνται γινώσκειν.
Περὶ ἵππου, καὶ κάπρου.
ὁρμὴν δὲ θηρὸς ἵππος οὐ σθένων ὅλως,
ἑαυτὸν ἐκδέδωκεν, εὑρὼν σύμμαχον
εὔπειρον ἄνδρα πρὸς σφαγὴν τοῦ θηρίου.
Επιμύθϊον, ὅτι δι’ ἔχθραν τινὲς καὶ εἰς δουλείαν
ἑαυτοὺς ἐμβάλλουσιν.
Περὶ ἀνδρὸς μιξότριχος, καὶ δυεῖν ἑταίραιν.
χρόνῳ δ’ ἐνηνοχυῖαι πάντῃ καὶ τρόπῳ,
ἡ μὲν μελαίνας, ἡ δὲ λευκὰς ἔκφερον.
ἐξ ὧν ψιλωθεὶς, πᾶσιν ὡράθη γέλως.
Επιμύθϊον πρὸς τοὺς εἰς δύο ἐναντία πράγματα
ἑαυτοὺς ἐμβάλλοντας.
Περὶ ἀετοῦ τε, καὶ κολοιοῦ.
ἰδὼν κολοιὸς, ἐν κριῷ πράττει τάδε.
ὃν εἷλε ποιμὴν, παῖς δ’ ἐφώνει τοῦτό τι,
ἐμοὶ κολοιὸς, ἀετὸς δ’ αὐτῷ πέλει.
Επιμύθϊον, ὅτι οὐ δεῖ μιμεῖσθαι τοὺς κρείττονας.
(Ign. Diac. Tetr. I 55 Müller = 1.55 van Dijk | Übersetzung: Irmscher 1987, Nr. 55 | Kommentar: van Dijk 2000, 56)
Περὶ κολοιοῦ τε, καὶ ἄλλων ὀρνέων.
ηὔχει κολοιὸς ὀρνέων ὑπερφέρειν,
πρῶτον δὲ δῶρον ἡ χελιδὼν ἡρπάκει,
μεθ’ ἣν ἅπαντες. εἶτα γυμνὸς εὑρέθη.
Επιμύθϊον, ὅτι τὸ ἐξ ἐράνου κάλλος διαλύεται.
(Ign. Diac. Tetr. I 29 Müller = 1.29 van Dijk | Übersetzung: Irmscher 1987, Nr. 29 | Kommentar: van Dijk 2000, 53)
Περὶ ἀετοῦ τε, καὶ ὀϊστοῦ.
ἀλγῶν δὲ λοιπὸν ἧστο πολλὰ δακρύων,
βλέπων δ’ ὀϊστὸν εἶπεν ἐπτερωμένον.
βαβαὶ, πτερόν με τὸν πτερωτὸν ὀλλύει.
Επιμύθϊον πρὸς τοὺς ἐκ τῶν ἰδίων κακῶς πάσχοντας.
(Ign. Diac. Tetr. I 25 Müller = 1.25 van Dijk | Übersetzung: Irmscher 1987, Nr. 25 | Kommentar: van Dijk 2000, 53)
Περὶ θηρῶν, καὶ ὀρνέων μάχης, καὶ στρουθοῦ.
ἥλω Λίβυσσα στρουθός, ἣ τοὺς δ’ ἐπλάνα,
εἶναι μὲν ὄρνις, ἐκ μέρους δὲ θηρίον.
πτηνοῖς κάραν δεικνῦσα, τοῖς θηρσὶ πόδας.
Επιμύθϊον πρὸς τοὺς δυσὶ κυρίοις δουλεύοντας, καὶ
πλανῶντας ἀμφοτέρους.
Περὶ χελιδόνος, καὶ κριτηρίου.
ὕπερθεν, ἧσπερ τὴν γονὴν βλάπτει δράκων.
ἥ δ’ αὐτ’ ἔφησεν, ὦ πολυστόνου τύχης,
ὅπου γὰρ ἐκδίκησις ἐβλάβην μόνη.
Επιμύθϊον πρὸς τοὺς παθόντας κακὸν ἀπὸ καλῶν ἀνθρώπων.
(Ign. Diac. Tetr. I 56 Müller = 1.56 van Dijk | Übersetzung: Irmscher 1987, Nr. 56 | Kommentar: van Dijk 2000, 56)
Περὶ τριῶν βοῶν ὁμοφόνων, εἶτα ἀσυμφώνων, καὶ λέοντος.
οὓς οὐδὲ θὴρ ἔβλαπτε πολλάκις λέων.
ἔχθρας δὲ μίσει, καὶ μάχης διασχίσας,
ἕκαστον ἐκβέβρωκε γυμνὸν ὡς ἕνα.
Επιμύθϊον πρὸς τοὺς σχιζομένους ἐκ τῶν ἰδίων,
καὶ διὰ τοῦτο κακῶς πάσχοντας.
Περὶ γεωργοῦ, καὶ γεράνου.
μεθ’ ὧν πελαργὸν εἷλεν, ὃς θρήνει μέγα,
ἔφη δ’ ἀροτρεὺς, ὡς φίλος μὲν εἶ σύ μοι.
ἀλλ’ ἡ πάγη λαβοῦσα, σὺν κακοῖς ἔχει.
Επιμύθϊον πρὸς φίλον τινὸς, ἑνούμενον τοῖς ἐχ
θροῖς τοῦ φίλου αὐτοῦ.
Περὶ κυνὸς καὶ εἰδώλου αὐτοῦ ἐν τῷ ὕδατι.
κύψας ἑαυτὸν, ἄλλον εἰς ὕδωρ βλέπει.
χανὼν δὲ λοιπὸν τοῦ κάτω λαβεῖν κρέας,
ἀπεστερεῖτο καὶ τοῦ, οὗπερ ἐκράτει.
Επιμύθϊον, ὅτι ὁ πλεονεκτῶν μᾶλλον ζημιοῦται.
(Ign. Diac. Tetr. I 9 Müller = 1.9 van Dijk | Übersetzung: Irmscher 1987, Nr. 9 | Kommentar: van Dijk 2000, 51)
Περὶ ὄνου καὶ ἁλὸς, καὶ σπόγγων.
ἐν ᾧ τε καὶ πέπτωκε κουφισθεὶς βάρος.
σπόγγων δ’ ἔπειτα πλῆθος οὕτως ὡς φέρεν,
πεσὼν ἑκοντὶ, δυστυχῶς ἀπεπνίγη.
Επιμύθϊον, ὅτι πολλάκις προσδοκία κέρδους εἰς
ζημίαν καταντᾷ.
Περὶ καμήλου, καὶ Διός.
ἣν ἐξεμυκτήρισε τῆς ἀβουλίας.
ζημοῖ γὰρ αὐτὴν λοιπὸν, ὦτα, καὶ κάραν,
ὡς ἄν γε παντάπασιν αἰσχίστη πέλῃ.
Επιμύθϊον, ὅτι δεῖ περὶ τοῦ θεοῦ αἰτεῖν τὰ προσήκοντα.
(Ign. Diac. Tetr. I 13 Müller = 1.13 van Dijk | Übersetzung: Irmscher 1987, Nr. 13 | Kommentar: van Dijk 2000, 52)
Περὶ λύκου, καὶ ἀρνός.
ὕδωρ τάραττες; ἄρτι γαστρὸς ἐξέφυν,
καὶ πῶς ὕδωρ τάραττον ἀγνοῶ, πότε.
θοίνη γένῃ μοι κᾂν θέμις, κᾂν μὴ θέμις.
Επιμύθϊον πρὸς τοὺς ἀδεῶς, φανερῶς ἀδικοῦντας.
(Ign. Diac. Tetr. I 33 Müller = 1.33 van Dijk | Übersetzung: Irmscher 1987, Nr. 33 | Kommentar: van Dijk 2000, 53f. | Anmerkung zu v. 4 (θοίνη γένῃ μοι κᾂν θέμις, κᾂν μὴ θέμις): Der so nur im Vat. gr. 1379 (fol. 28r) überlieferte letzte Vers, der, vermittelt durch die Editio Aldina, jedoch in die gesamte gedruckte Texttradition eingegangen ist, verschleiert eine Eigenheit dieses Tetrastichons. Wie van Dijk bemerkt hat (van Dijk 2000, 53), bilden die Anfangsbuchstaben der vier Verse nach der konventionellen Überlieferung ein Akrostichon: Λ-Υ-Κ-Ε ("Wolf!").)
Περὶ δειλοῦ κυνηγοῦ, καὶ ποιμένος.
εἴπου λέοντος ἴχνος εἶδες, μοὶ φράσον.
σὺ τοῦτον, εἶπεν, ἐθέλεις, δείξω, πέλας
ἴχνος, κυνηγὸς εἶπεν, οὐ ζητῶ πλέον.
Επιμύθϊον πρὸς ἀνθρώπους θρασεῖς πρὸς λόγους,
καὶ πρὸς ἔργα δειλούς.
Περὶ ἱππότου, καὶ ἀγροικοῦ.
λαβὼν δὲ χερσὶ τοῦτον, ἠρώτα, πόσου;
καὶ πῶλον ἐξήλαυνεν, ἀγροῖκος δ’ ἔφη.
μὴ σπεῦδε, σοὶ δώρημα τοῦτο προσφέρω.
Επιμύθϊον πρὸς τοὺς ἐξ ἀνάγκης παραιτουμένους τὰ ἴδια.
(Ign. Diac. Tetr. I 24 Müller = 1.24 van Dijk | Übersetzung: Irmscher 1987, Nr. 24 | Kommentar: van Dijk 2000, 53)
Περὶ λύκου, καὶ ὄνου.
αἰτῶν δὲ μισθὸν πλήττεται λὰξ τὴν γένην.
λύκος δέ φησι, πῶς μάγειρος ὢν πάλαι,
ἰατρικῆς μετῆλθον ἔργ’ ἀναξίως;
Επιμύθϊον πρὸς τοὺς τὴν ἰδίαν τέχνην καταλιμ
πάνοντας, καὶ ἑτέραν μετερχομένους ἐπῒ βλάβῃ.
Περὶ λύκου, καὶ γεράνου.
μισθῷ δ’ ἑλὼν γέρανος, ᾔτει τὴν χάριν,
σῶον τράχηλον ἐκ λύκου λαιμοῦ φέρων,
μὴ δ’ἄλλο μηδὲν μισθὸν, ἢ τοῦτο σκόπει.
Επιμύθϊον πρὸς τοὺς ἐπικίνδυνον πράξιν ἐγχειρή
σαντας, καὶ μετὰ τὸ σύνθημα ζητοῦντας μισθόν.
Περὶ ταύρου, καὶ τράγου.
ὃν θὴρ λέων δΐωκεν, εἶπε δὲ στένων,
εἴ περ με μὴ λέοντος ἐπτόει φόβος,
ἔγνως ὅσον ταύρου τε καὶ τράγου σθένος.
Επιμύθϊον πρὸς τοὺς καταδεχομένους ὑβρίζεσθαι
ὑπὸ μικρῶν, δϊὰ φόβον ἑτέρων μειζόνων.
Περὶ μύρμηκος, καὶ τέττιγος.
μύρμηξ δ’ ἔφησε, τί θέρους ὄντος ἔδρας;
ὡς ἐν θέρει εἴρηκεν ᾖδον ὀξέως.
χειμῶνος ὀρχοῦ φησι, μὴ τροφῆς ἔρα.
Επιμύθϊον πρὸς τοὺς μὴ θέλοντας ἐν νεότητι κοπι
ᾷν, καὶ δϊὰ τοῦτο ἐν τῷ γήρᾳ πτωχοῦντας.
Περὶ ὄφεως, καὶ γεωργοῦ.
ὥρᾳ κρύους, ἐπεὶ δὲ θέρμης ᾔσθετο,
ἔπληξε τὸν θάλψαντα, κᾄκτεινε τάχος.
οὕτω κακοὶ ποιοῦσι τοὺς εὐεργέτας.
Περὶ χελιδόνος, καὶ ἀηδόνος.
εὗρε δ’ ἐρήμοις ἐγκαθημένην ὕλαις
ἀηδόν’ ὀξύφωνον. ἥδ’ ἀπεθρήνει
τὸν Ἴτυν, ἄωρον ἐκπεσόντα τῆς ὥρης.
χ’ ἡ μὲν χελιδών φησι, φιλτάτη ζώοις,
πρῶτον βλέπωσε σήμερον μετὰ Θρᾴκην.
ἀλλ’ ἔλθ’ ἐς ἀγρὸν, καὶ πρὸς οἶκον ἀνθρώπων.
σύσκηνος ἡμῖν, καὶ φίλη κατοικήσεις,
ὅπου γεωργοῖς, κοὐχὶ θηρίοις ᾄσεις.
τὴν δ’ αὖτ’ ἀηδὼν ὀξύφωνος ἠμείφθη,
ἔα με πέτραις ἐμμένειν ἀοικήτοις.
οἶκος δέ μοι πᾶς, ἥτε μίξις ἀνθρώπων
μνήμην παλαιῶν συμφορῶν ἀναφλέξει.
Επιμύθϊον. ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι κρεῖττον ἐν ἐρήμοις
ζῆν ἀλύπως, ἢ συνοικεῖν ἐν πόλεσι τοῖς κακοῖς.
ΤΩΝ ΓΑΒΡΙΟΥ ΜΥΘΩΝ ΤΕΛΟΣ
BASILEAE APVD IOANNEM
FROBENIVMMENSE
FEBRVARIO.
AN. M. D. XXIIII.